τοπικός

τοπικός
-ή, -ό / τοπικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τόπος]
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ.
γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.)
2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα σημείο τού σώματος (α. «τοπική αναισθησία» β. «τοπικός ερεθισμός» γ. «τοπικὴ διάθεσις», Γαλ.
δ. «τοπικὴ συγκίνησις», Σωρ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Τοπικά- τίτλος έργου τού Αριστοτέλους για τις πιθανές αποδείξεις και τη διαλεκτική
4. φρ. «τοπικό(ν) επίρρημα»
γραμμ. επίρρημα που φανερώνει τόπο, που δηλώνει σχέσεις τόπου, όπως λ.χ. (εκεί, εδώ, πάνω)
νεοελλ.
1. μαθημ. χαρακτηρισμός ιδιότητας, η οποία ισχύει μόνο για ένα σημείο ευθείας, επιφάνειας ή συνόλου
2. (το θηλ. και ουσ.) η τοπική
γραμμ. παλαιά πτώση που σήμαινε πού, τοπικά ή χρονικά και η οποία στην αρχαία Ελληνική και στη Λατινική ταυτίστηκε με τη δοτική
3. φρ. α) «τοπική ώρα» — η ώρα που αντιστοιχεί σε κάθε τόπο ανάλογα με το γεωγραφικό του πλάτος
β) «τοπική αυτοδιοίκηση» — η διοίκηση τών τοπικών υποθέσεων ορισμένης εδαφικής περιοχής, όπως είναι οι δήμοι και οι κοινότητες, εκ μέρους οργάνων που εκλέγονται ελεύθερα από τους πολίτες τής περιοχής αυτής
γ) «τοπική φυλή»
ανθρωπολ. ομάδα ατόμων που αντιστοιχεί χονδρικά σε έναν πληθυσμό τού οποίου τα μέλη ζευγαρώνουν σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ τους καθώς οι επαφές τους με άλλες ομάδες είναι περιορισμένες είτε εξαιτίας γεωγραφικών φραγμών είτε εξαιτίας κοινωνικών απαγορεύσεων
δ) «τοπικοί άνεμοι»
(μετεωρ.) μικρής έντασης άνεμοι που ελέγχονται περισσότερο από την τοπογραφία και τις ατμοσφαιρικές συνθήκες τής περιοχής όπου εμφανίζονται παρά από τη γενικότερη κυκλοφορία στην ατμόσφαιρα
ε) «τοπικός υπεργαλαξίας»
αστρον. σύστημα γαλαξιών στο κέντρο τού οποίου κυριαρχεί το γαλαξιακό σμήνος τού αστερισμού τής Παρθένου, ενώ τμήμα του αποτελεί και ο δικός μας γαλαξίας
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόπο, σε χώρο (α. «αἱ.,.τοιαῡται φωναί, καὶ περὶ θεοῡ πατρὸς πολλάκις ἀναγραφεῑσαι, οὐ τοπικὰς σημαίνουσι διαστάσεις», Ωριγ.
β. «ὕλη τοπική», Αριστοτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοινούς τόπους, σε κοινοτοπίες.
επίρρ...
τοπικώς / τοπικῶς ΝΜΑ, και τοπικά Ν
σε σχέση με ένα συγκεκριμένο μέρος τού σώματος, με εντόπιση σε ορισμένο μέρος τού σώματος
νεοελλ.
σε σχέση με ορισμένο τόπο, περιορισμένα σε έναν τόπο («τοπικά θα σημειωθούν βροχές»)
μσν.-αρχ.
σε σχέση με τόπο, σε ό,τι αφορά τόπο, χώρο («ἐξ εκείνου ἔχων τὴν αναφοράν, εἰς ἐκεῑνον ἐνοῡται πάλιν, ἐκείνῳ τῆς διαστάσεως συγκρίσεώς τε οὐ τοπικῶς, ἀλλὰ νοερῶς γινομένης», Μέγ. Κωνστ.)
αρχ.
σε σχέση με κοινούς τόπους, με κοινοτοπίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοπικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με ορισμένο τόπο: Τοπικά έθιμα. 2. που αφορά σε ορισμένο μέρος του σώματος: Τοπική αναισθησία. 3. το θηλ. ως ουσ., τοπική παλιά πτώση της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, που συγχωνεύτηκε αργότερα με τη δοτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοπικά — τοπικός of neut nom/voc/acc pl τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc/acc dual τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικώτερον — τοπικός of adverbial comp τοπικός of masc acc comp sg τοπικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικωτέραις — τοπικός of fem dat comp pl τοπικωτέρᾱͅς , τοπικός of fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικωτέρων — τοπικός of fem gen comp pl τοπικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικῶν — τοπικός of fem gen pl τοπικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικόν — τοπικός of masc acc sg τοπικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικαῖς — τοπικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικαί — τοπικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”